πώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πώμα | τα | πώματα |
γενική | του | πώματος | των | πωμάτων |
αιτιατική | το | πώμα | τα | πώματα |
κλητική | πώμα | πώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πώμα < αρχαία ελληνική πῶμα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πώμα ουδέτερο
- το καπάκι