π.χ.
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- π.χ. < παραδείγματος χάριν
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈðiɣ.ma.tos ˈxa.ɾin/ (ως συντομογραφία)
Συντομομορφή
[επεξεργασία]π.χ. συντομογραφία (ή προφορικό: αρκτικόλεξο)