ράβδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράβδος | οι | ράβδοι |
γενική | της | ράβδου | των | ράβδων |
αιτιατική | τη | ράβδο | τις | ράβδους |
κλητική | ράβδε | ράβδοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράβδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάβδος < προελληνική [1]

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράβδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συμπαγούς και σχετικά άκαμπτου υλικού
- άλλες μορφές: ραβδί
- επίμηκες μηχανικό εξάρτημα (συνήθως μεταλλικό) που χαρακτηρίζεται από στιβαρότητα, αντοχή και τον απαραίτητο βαθμό ακαμψίας (ανάλογα με την περίπτωση)
- ποσότητα μετάλλου με μακρόστενο σχήμα και τυποποιημένο μέγεθος για εμπορεία ή αποθήκευση
- ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού
- (θρησκεία) μακρόστενο εξάρτημα, συχνά διακοσμημένο, σύμβολο της αρχιερωσύνης και διακριτικό του βαθμού εκκλησιαστικού αξιώματος
- ποιμαντορική ράβδος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος
- πέφτει ραβδί: πέφτει ξύλο (τιμωρία), (μεταφορικά) γίνεται επίπληξη, μπαίνει τιμωρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νόσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)