ράμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράμπα οι ράμπες
      γενική της ράμπας των (ραμπών)
    αιτιατική τη ράμπα τις ράμπες
     κλητική ράμπα ράμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ράμπα για αμαξίδια σε πεζοδρόμιο.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ράμπα < γαλλική rampe

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ράμπα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]