ράμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράμπα | οι | ράμπες |
γενική | της | ράμπας | των | (ραμπών) |
αιτιατική | τη | ράμπα | τις | ράμπες |
κλητική | ράμπα | ράμπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράμπα θηλυκό
- κεκλιμένο επίπεδο, διάδρομος με κλίση
- κατασκεύασαν μία ράμπα στην είσοδο για να διευκολύνεται η πρόσβαση όσων κινούνται με αναπηρικά αμαξίδια