ράνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ράνω < κάνω (με επίδραση της υποτακτικής ράνω του ρήματος ραίνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

ράνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ράνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ραίνω
  2. θα ράνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ραίνω