ράπτρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράπτρια | οι | ράπτριες |
γενική | της | ράπτριας | των | ραπτριών |
αιτιατική | τη | ράπτρια | τις | ράπτριες |
κλητική | ράπτρια | ράπτριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράπτρια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥάπτρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράπτρια αρσενικό
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ράπτρια
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)