ράφτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ράφτης | οι | ράφτες, ράφτηδες & ραφτάδες |
γενική | του | ράφτη | των | ραφτών, ράφτηδων & ραφτάδων |
αιτιατική | τον | ράφτη | τους | ράφτες, ράφτηδες & ραφτάδες |
κλητική | ράφτη | ράφτες, ράφτηδες & ραφτάδες | ||
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράφτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ράφτης < (ελληνιστική κοινή) ῥάπτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ράφτης αρσενικό (θηλυκό ράφτρα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ράπτης (λόγιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επώνυμα: → δείτε Ράπτης
Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ράφτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)