ρέζους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέζους < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική rhesus < λατινική Rhesus < αρχαία ελληνική Ῥῆσος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃reǵ- (δεξής, ίσος, δίκαιος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾe.zus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρέ‐ζους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρέζους ουδέτερο άκλιτο
- (ιατρική, φυσιολογία) αντιγόνο (RhD) στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ρέζους θετικό: υπάρχει το συγκεκριμένο αντιγόνο στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος του ανθρώπου
- ρέζους αρνητικό: δεν υπάρχει το συγκεκριμένο αντιγόνο στα ερυθρά αιμοσφαίρια του αίματος του ανθρώπου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Φυσιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)