ρέφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρέφα | ||
γενική | της | ρέφας | ||
αιτιατική | τη | ρέφα | ||
κλητική | ρέφα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρέφα < ρεφ(άρω) + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρέφα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (αργκό) το μερίδιο που δίνεται σε κάποιον αστυνομικό ή σε κάποιον υπεύθυνο, για να κάνει τα στραβά μάτια και να μη μας καρφώσει σε κάποια παράνομη δουλειά που γίνεται
- Κυρ-αστυνόμε, μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις / πως η δουλειά μας είναι αυτή, και ρέφα μη γυρεύεις. (Από το τραγούδι Κάτω στα λεμονάδικα (Οι λαχανάδες) σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη Παπάζογλου)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)