ρήμαγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρήμαγμα τα ρημάγματα
      γενική του ρημάγματος των ρημαγμάτων
    αιτιατική το ρήμαγμα τα ρημάγματα
     κλητική ρήμαγμα ρημάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρήμαγμα < θέμα ρημακ- (ρημάζω, ρήμαξα) + -μα με τροπή [km] > [ɣm][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾi.maɣ.ma/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρήμαγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]