ρήσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρήσος οι ρήσοι
      γενική του ρήσου των ρήσων
    αιτιατική τον ρήσο τους ρήσους
     κλητική ρήσε ρήσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾi.sos/

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ρήσος < σλαβικής προέλευσης· Δείτε το βουλγαρικό рис, σλοβενικό ris, ρωσικό рысь, πολωνικό ryśpl

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρήσος αρσενικό

  • ο λύγκας
    ※  Τώρα είδα έναν ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο,
    πο 'χει του ρήσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια
    με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια, (Ο θάνατος του Διγενή, Δημοτικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ρήσος < νεολατινική rhes(us) + ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρήσος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]