ρίγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίγα | οι | ρίγες |
γενική | της | ρίγας | των | ριγών |
αιτιατική | τη | ρίγα | τις | ρίγες |
κλητική | ρίγα | ρίγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρίγα < μεσαιωνική ελληνική ρίγα[1] [2] < ιταλική riga[1] [2] < παλαιοϊταλική riga < λομβαρδική rīga < πρωτογερμανική *rīgǭ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reyk- (χαράσσω, κόβω)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈri.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρί‐γα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρίγα θηλυκό
- ευθεία γραμμή ή ράβδωση γραμμένη ή χαραγμένη οριζόντια ή κάθετα σε υφάσματα, χαρτί ή άλλου είδους επιφάνειες
- ※ Όχι, το μυστήριο με τις ρίγες της ζέβρας δεν έχει λυθεί. Μια νέα έρευνα όμως δείχνει να προχωρά ένα βήμα πιο κοντά στην απάντηση, καθώς δείχνει ότι το μοτίβο στο τρίχωμα του αφρικανικού ιπποειδούς ποικίλει ανάλογα με τη θερμοκρασία, και ίσως προστατεύει το ζώο από την υπερθέρμανση. (www.tovima.gr, 14.01.2015)
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) χάρακας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 ρίγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 ρίγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιοϊταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λομβαρδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)