ρίγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίγα | οι | ρίγες |
γενική | της | ρίγας | των | ριγών |
αιτιατική | τη | ρίγα | τις | ρίγες |
κλητική | ρίγα | ρίγες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρίγα θηλυκό
- χάρακας Η λέξη χρησιμοποιείται ακόμη στην Κύπρο και την Κρήτη.
- Τράβηξε μια γραμμή με τη ρίγα του.
- Ευθεία γραμμή στα υφάσματα.
- ...