Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρίπτω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ῥίπτω, -ρρίπτω

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίπτω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɾi.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρίπτω

ρίπτω, παθ.φωνή: ρίπτομαι, π.αόρ.: ερρίφθην

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε ρίχνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

ρίπτω (καθαρεύουσα)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ρίπτω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • ρίπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)