Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρίπτω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ῥίπτω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίπτω

ρίπτω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη ρίχνω

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • ρίπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)