ρίπτω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥίπτω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρί‐πτω
Ρήμα
[επεξεργασία]ρίπτω, παθ.φωνή: ρίπτομαι, π.αόρ.: ερρίφθην
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ο κύβος ερρίφθη (με τον παθητικό αόριστο ἐρρίφθην)
- λίθοι καί πλίνθοι καί ξύλα καί κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα (με τη μετοχή ἐρριμμένος)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε ρίχνω
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Όροι που λήγουν σε -ρίπτω ή -ρρίπτω, σε -ρρίπτομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ρήμα
[επεξεργασία]ρίπτω (καθαρεύουσα)
- απλοποιημένη γραφή του ῥίπτω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ρίπτω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
[επεξεργασία]- ρίπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Απαρχαιωμένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Ρήματα (καθαρεύουσα)
- Ρηματικές φωνές (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)