ρίχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρίχνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρίχνω < *ρίφνω με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [fn] > [xn], μεταπλαστικός τύπος του *ρίφτω < αρχαία ελληνική ῥίπτω [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾi.xno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρί‐χνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ρίχνω, πρτ.: έριχνα, στ.μέλλ.: θα ρίξω, αόρ.: έριξα, παθ.φωνή: ρίχνομαι, μτχ.π.π.: ριγμένος

  1. προκαλώ την κίνηση ενός αντικειμένου δίνοντάς του μια αρχική ώθηση με τα μέλη του σώματός μου ή μέσω μηχανισμού
    Ο τερματοφύλακας έριξε την μπάλα στον συμπαίκτη του.
    Οι τοξότες έριχναν βέλη στο εχθρικό στράτευμα.
     συνώνυμα: πετάω / πετώ, υπώνυμα: βάλλω
  2. προκαλώ την πτώση ενός αντικειμένου
    Από απροσεξία έριξα κάτω το βάζο και το έσπασα.
  3. γκρεμίζω
    Έριξα έναν τοίχο για να μεγαλώσω το σαλόνι
  4. (μεταφορικά) με έντεχνο τρόπο κερδίζω τη συναίνεση (συμφωνία, έγκριση κλπ) κάποιου
    Με τις γαλιφιές τον έριξε τελικά τον πατέρα της και της αγόρασε αυτοκίνητο.
    • κερδίζω την ερωτική εύνοια κάποιου, τη συγκατάθεσή του για σύναψη ερωτικής σχέσης
      Για πες μας τώρα πώς την έριξες τη γυναίκα σου.
  5. (μεταφορικά) μειώνω
    Το μαγαζί εκείνο έριξε πολύ τις τιμές τελευταία
  6. (μεταφορικά) υποβιβάζω
    Με την συμπεριφορά του έριξε το επίπεδο της επικοινωνίας.
  7. (μεταφορικά) αδικώ κάποιον
    Με την επίτευξη της συμφωνίας έγινε φανερό ότι τον είχε ρίξει ο συνέταιρός του.
  8. (μεταφορικά) εξωθώ, οδηγώ κάποιον σε άσχημη συμπεριφορά ή κατάσταση
    Ο θάνατος του γιου του τον έριξε στην κατάθλιψη.
  9. (λαϊκό) (για ποινές, τιμωρία) επιβάλλω
    Του έριξε μια ποινή, που το φυσάει και δεν κρυώνει.
  10. (για προϊόντα) λανσάρω, προωθώ
    Η εταιρεία έριξε νέα μοντέλα αυτοκινήτων στην αγορά.
  11. αποδίδω, επιρρίπτω
    Έριξαν όλη την ευθύνη για την ήττα στις εκλογές στον αρχηγό του κόμματος.
  12. (μεταφορικά, λαϊκό) αφοσιώνομαι σε κάτι σε υπερβολικό βαθμό
    Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά.
  13. λέω κάτι σύντομα, διατυπώνω μια νέα ιδέα, προτείνω
    Έριξε την ιδέα να κάνουν εξαγωγές των προϊόντων της εταιρείας στη Βουλγαρία.
  14. (για χρήματα) τοποθετώ
    Έριξε όλες τις αποταμιεύσεις του σε αμοιβαία κεφάλαια.
  15. (για κατασκευές) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω
    Πήρε δάνειο και έριξε ένα τριώροφο.
  16. πυροβολώ
    Έριχνε στο ψαχνό. Ήταν σε κατάσταση αμόκ.
  17. (ειδικότερα, αργκό της φυλακής, παρωχημένο) εκτελώ με τουφεκισμό[3]
    Τον Κώστα θα τον ρίξουν αύριο.
     συνώνυμα: τρώω χώμα
  18. καταρρίπτω
    Οι στρατιώτες κατάφεραν να ρίξουν το εχθρικό αεροσκάφος.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ριχν-, ριπτ- 

θέματα με ριχν-, ριψ-, ριξ- ριχτ- & ριπτ- από το αρχαίο ῥίπτω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ρίχνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 14.

Πηγές[επεξεργασία]