ραβασάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραβασάκι τα ραβασάκια
      γενική
    αιτιατική το ραβασάκι τα ραβασάκια
     κλητική ραβασάκι ραβασάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραβασάκι < ραβάσιν < ή από το τουρκικό revaç που αναφέρεται ως ραυάσιο και που ήταν ξύλο για μέτρημα και λογαριασμούς (και πήρε μετά την έννοια του εγγράφου) ή από σλαβική ραβάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραβασάκι ουδέτερο

  1. η ερωτική επιστολή που στέλνει ο ερωτευμένος χωρίς να γίνει αντιληπτός από τρίτους
  2. (υποτιμητικά) το σημείωμα με δυσάρεστο για τον παραλήπτη περιεχόμενο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]