Μετάβαση στο περιεχόμενο

ραβδισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραβδισμός οι ραβδισμοί
      γενική του ραβδισμού των ραβδισμών
    αιτιατική τον ραβδισμό τους ραβδισμούς
     κλητική ραβδισμέ ραβδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ραβδισμός < ραβδίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ραβδισμός αρσενικό

  1. ένα χτύπημα με ραβδί που καταφέρεται σε κάποιον· ραβδιά
  2. σύνολο χτυπημάτων που καταφέρονται σε κάποιον με ραβδί· ράβδισμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]