ραβδιστήρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραβδιστήρα < ραβδί → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραβδιστήρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) μεγάλο ραβδί ύψους 3 - 4 μέτρων με το οποίο επιχειρείται η συγκομιδή καρπών δένδρων με ραβδισμούς των κλαδιών, συνηθέστερα για τη συγκομιδή των ώριμων ελιών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- οι ραβδιστήρες συνηθέστερα προέρχονται από ίσια μεγάλα κλαδιά καθαρισμένα από φύλλα και άλλους κλώνους
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραβδιστήρα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)