Μετάβαση στο περιεχόμενο

ραβδιστήρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραβδιστήρα οι ραβδιστήρες
      γενική της ραβδιστήρας των ραβδιστηρών
    αιτιατική τη ραβδιστήρα τις ραβδιστήρες
     κλητική ραβδιστήρα ραβδιστήρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ραβδιστήρα < ραβδί λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ραβδιστήρα θηλυκό

  • (ιδιωματικό) μεγάλο ραβδί ύψους 3 - 4 μέτρων με το οποίο επιχειρείται η συγκομιδή καρπών δένδρων με ραβδισμούς των κλαδιών, συνηθέστερα για τη συγκομιδή των ώριμων ελιών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • οι ραβδιστήρες συνηθέστερα προέρχονται από ίσια μεγάλα κλαδιά καθαρισμένα από φύλλα και άλλους κλώνους

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)