ραβδομαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραβδομαχώ < ραβδομαχία + -ω, (μαρτυρείται από το 1887)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾa.vðo.maˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ραβ‐δο‐μα‐χί‐α
Ρήμα[επεξεργασία]
ραβδομαχώ, πρτ.: ραβδομαχούσα, αόρ.: ραβδομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ραβδομαχώ | ραβδομαχούσα | θα ραβδομαχώ | να ραβδομαχώ | ραβδομαχώντας | |
β' ενικ. | ραβδομαχείς | ραβδομαχούσες | θα ραβδομαχείς | να ραβδομαχείς | (ραβδομάχει) | |
γ' ενικ. | ραβδομαχεί | ραβδομαχούσε | θα ραβδομαχεί | να ραβδομαχεί | ||
α' πληθ. | ραβδομαχούμε | ραβδομαχούσαμε | θα ραβδομαχούμε | να ραβδομαχούμε | ||
β' πληθ. | ραβδομαχείτε | ραβδομαχούσατε | θα ραβδομαχείτε | να ραβδομαχείτε | ραβδομαχείτε | |
γ' πληθ. | ραβδομαχούν(ε) | ραβδομαχούσαν(ε) | θα ραβδομαχούν(ε) | να ραβδομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ραβδομάχησα | θα ραβδομαχήσω | να ραβδομαχήσω | ραβδομαχήσει | ||
β' ενικ. | ραβδομάχησες | θα ραβδομαχήσεις | να ραβδομαχήσεις | ραβδομάχησε | ||
γ' ενικ. | ραβδομάχησε | θα ραβδομαχήσει | να ραβδομαχήσει | |||
α' πληθ. | ραβδομαχήσαμε | θα ραβδομαχήσουμε | να ραβδομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | ραβδομαχήσατε | θα ραβδομαχήσετε | να ραβδομαχήσετε | ραβδομαχήστε | ||
γ' πληθ. | ραβδομάχησαν ραβδομαχήσαν(ε) |
θα ραβδομαχήσουν(ε) | να ραβδομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ραβδομαχήσει | είχα ραβδομαχήσει | θα έχω ραβδομαχήσει | να έχω ραβδομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ραβδομαχήσει | είχες ραβδομαχήσει | θα έχεις ραβδομαχήσει | να έχεις ραβδομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ραβδομαχήσει | είχε ραβδομαχήσει | θα έχει ραβδομαχήσει | να έχει ραβδομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ραβδομαχήσει | είχαμε ραβδομαχήσει | θα έχουμε ραβδομαχήσει | να έχουμε ραβδομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ραβδομαχήσει | είχατε ραβδομαχήσει | θα έχετε ραβδομαχήσει | να έχετε ραβδομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ραβδομαχήσει | είχαν ραβδομαχήσει | θα έχουν ραβδομαχήσει | να έχουν ραβδομαχήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραβδομαχώ
→ δείτε τη λέξη ξιφομαχώ |
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)