ραγιάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ραγιάς | οι | ραγιάδες |
γενική | του | ραγιά | των | ραγιάδων |
αιτιατική | τον | ραγιά | τους | ραγιάδες |
κλητική | ραγιά | ραγιάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραγιάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική raya < αραβική رعايا (raʿāyā), πληθυντικός του رعية (raʿiyya: κοπάδι, αγέλη) < ρίζα ر ع ي (r-ʿ-y)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραγιάς αρσενικό
- (ιστορία) ο μη μουσουλμάνος υπήκοος (υποτελής / σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας
- (κατ’ επέκταση, μειωτικό) υποτελής, υπόδουλος
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)