ραγισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ραγίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
ραγισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ραγίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραγισμένος
|