ραδιοευαισθησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοευαισθησία < ραδιο- + ευαισθησία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική radiosensibilité[1] [2])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραδιοευαισθησία θηλυκό
- (ιατρική) η ευαισθησία ζώντων ιστών σε ιονίζουσα ή ραδιενεργό ακτινοβολία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ραδιοευαισθησία στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ραδιοβιολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοευαισθησία
- ↑ ραδιοευαισθησία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023), λήμμα: ραδιοευαισθησία
- ↑ ραδιοευαισθησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ραδιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)