ραδιοηλεκτρολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιοηλεκτρολογικός η ραδιοηλεκτρολογική το ραδιοηλεκτρολογικό
      γενική του ραδιοηλεκτρολογικού της ραδιοηλεκτρολογικής του ραδιοηλεκτρολογικού
    αιτιατική τον ραδιοηλεκτρολογικό τη ραδιοηλεκτρολογική το ραδιοηλεκτρολογικό
     κλητική ραδιοηλεκτρολογικέ ραδιοηλεκτρολογική ραδιοηλεκτρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιοηλεκτρολογικοί οι ραδιοηλεκτρολογικές τα ραδιοηλεκτρολογικά
      γενική των ραδιοηλεκτρολογικών των ραδιοηλεκτρολογικών των ραδιοηλεκτρολογικών
    αιτιατική τους ραδιοηλεκτρολογικούς τις ραδιοηλεκτρολογικές τα ραδιοηλεκτρολογικά
     κλητική ραδιοηλεκτρολογικοί ραδιοηλεκτρολογικές ραδιοηλεκτρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραδιοηλεκτρολογικός < ραδιοηλεκτρολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ραδιοηλεκτρολογικός, -ή, -ό,

  1. (τεχνολογία): ο σχετικός με ραδιοηλεκτρολογία
  2. ο σχετικός με ραδιοηλεκτρολόγο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]