ραδιοσκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραδιοσκοπικός < ραδιοσκοπία / ραδιοσκόπος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ραδιοσκοπικός
- που έχει σχέση με τη ραδιοσκοπία ή τον ραδιοσκόπο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραδιοσκοπικός
|