ραδιοφάρμακο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιοφάρμακο τα ραδιοφάρμακα
      γενική του ραδιοφάρμακου των ραδιοφάρμακων
    αιτιατική το ραδιοφάρμακο τα ραδιοφάρμακα
     κλητική ραδιοφάρμακο ραδιοφάρμακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραδιοφάρμακο < ραδιο- + φάρμακο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radiopharmaceutical)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραδιοφάρμακο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]