ραιτορομανικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραιτορομανικός < (άμεσο δάνειο) γερμανική rätoromanisch
Επίθετο[επεξεργασία]
ραιτορομανικός ή, ό
- που αφορά τους Ραιτορομανούς ή σχετίζεται με αυτούς
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ραιτορομανική γλώσσα : γλώσσα που ομιλείται από τους ρομανικής καταγωγής κατοίκους της Ελβετίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας, καθώς και σε ένα κομμάτι της βόρειας Ιταλίας (η αρχαία Ραιτία), → δείτε τη λέξη ραιτορομανικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραιτορομανικός