ρακέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρακέτα | οι | ρακέτες |
γενική | της | ρακέτας | των | ρακετών |
αιτιατική | τη | ρακέτα | τις | ρακέτες |
κλητική | ρακέτα | ρακέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρακέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική racchetta
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾaˈce.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρα‐κέ‐τα
- παρώνυμο: ρουκέτα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρακέτα θηλυκό
- (αθλητισμός) αντικείμενο με επίπεδη επιφάνεια, είτε συμπαγής είτε με πλέγμα, σε ωοειδές σχήμα με χειρολαβή για χτύπημα μικρής μπάλας (μπαλάκι), που χρησιμοποιείται σε διάφορα αθλήματα, καθώς και σε δραστηριότητες αναψυχής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ρακέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)