ρακοφορώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρακοφορώ < ελληνιστική κοινή ῥακοφορέω < αρχαία ελληνική ῥάκος + φορέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ρακοφορώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]