ρακούν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]ρακούν < (άμεσο δάνειο) αγγλική raccoon < arocoun
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρακούν[1] ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Προκυνιδών, που ζει σε χώρες της Αμερικής και έχει συνήθως κοντά πόδια, φουντωτή ουρά, μυτερό ρύγχος και μικρά όρθια αφτιά
- (συνεκδοχικά) η γούνα του ζώου αυτού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ρακούν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ρακούν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)