ρακόμελη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρακόμελη θηλυκό
- ποτό κυκλαδίτικων νησιών και της Κρήτης, που παρασκευάζεται με ψήσιμο ρακής και ζάχαρης ή μελιού σε διάφορες παραλλαγές, με προσθήκη μπαχαρικών ή βοτάνων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※ να ψήνω τη ρακόμελη όνταν θα πέφτει χιόνι | να πίνω και να τραουδώ μαζί με τσι γειτόνοι (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρακόμελη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ασημόσκονη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)