ρακόμελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρακόμελο τα ρακόμελα
      γενική του ρακόμελου των ρακόμελων
    αιτιατική το ρακόμελο τα ρακόμελα
     κλητική ρακόμελο ρακόμελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρακόμελο < ρακή + μέλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρακόμελο ουδέτερο

  • παραδοσιακό αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από ρακή και μέλι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]