ρανιτιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρανιτιδίνη < λατινική ranitidine κατά ΔΚΟ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρανιτιδίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) φάρμακο επί παθήσεων του πεπτικού συστήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρανιτιδίνη
|