ραντιστήρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραντιστήρι | τα | ραντιστήρια |
γενική | του | ραντιστηριού | των | ραντιστηριών |
αιτιατική | το | ραντιστήρι | τα | ραντιστήρια |
κλητική | ραντιστήρι | ραντιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραντιστήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραντιστήρι ουδέτερο
- ένα είδος δοχείου για το πότισμα των φυτών, με ένα χερούλι και ένα μακρύ σωλήνα που έχει στην άκρη του ένα διάτρητο πώμα, το ποτιστήρι
- (στην εκκλησία) συσκευή για το ράντισμα των πιστών με μύρο
- συσκευή ψεκασμού με σκανδάλη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραντιστήρι