ρασιοναλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρασιοναλισμός < γαλλική rationalisme
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρασιοναλισμός αρσενικό
- ο ορθολογισμός ως φιλοσοφική θεώρηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρασιοναλισμός