ραφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραφή | οι | ραφές |
γενική | της | ραφής | των | ραφών |
αιτιατική | τη | ραφή | τις | ραφές |
κλητική | ραφή | ραφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ραφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥαφή < ῥάπτω (ράβω)
- για την ιατρική > (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥαφή [1]
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/7/70/Merrow_traditional_blanket_stitch.jpeg/220px-Merrow_traditional_blanket_stitch.jpeg)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/03/CTR_scar_%26_stiches_3_days_after_surgery_20161117_113732_%2830%29.jpg/220px-CTR_scar_%26_stiches_3_days_after_surgery_20161117_113732_%2830%29.jpg)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ραφή θηλυκό
- η γραμμή κατά μήκος της οποίας ενώνονται δύο τμήματα ρούχου, παπουτσιού ή άλλου δερμάτινου είδους που έχουν ραφτεί
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
- (ιατρική) ραμμένη τομή στο ανθρώπινο δέρμα
- η γραμμή ένωσης δύο τμημάτων του κρανίου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ραφή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ραφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)