ραφανίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραφανίδα οι ραφανίδες
      γενική της ραφανίδας των ραφανίδων
    αιτιατική τη ραφανίδα τις ραφανίδες
     κλητική ραφανίδα ραφανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραφανίδα < (υποκοριστικό) αρχαία ελληνική ῥάφανος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραφανίδα θηλυκό ή ραφανίς

  1. αρχαία ελληνική λέξη για το ραπανάκι
  2. ραφανίδα η ελαιοφόρος (Fodder radish στα αγγλικά, radis oléifère στα γαλλικά)[1]

εκφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]