ραφινάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ραφινάρω (παθητική φωνή: ραφινάρομαι)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ραφινάρισμα
- ραφιναρισμένος
- ραφινάτος
- ραφινέ
- → δείτε τη λέξη φίνις