ραφτόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραφτόπουλο τα ραφτόπουλα
      γενική του ραφτόπουλου των ραφτόπουλων
    αιτιατική το ραφτόπουλο τα ραφτόπουλα
     κλητική ραφτόπουλο ραφτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραφτόπουλο < ράφτης + -ο- + -πουλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραφτόπουλο ουδέτερο

  1. ένας μικρός σε ηλικία ράφτης
    Εγνώριζον πως όταν ερωτευθή καμία βασιλοπούλα με το ραφτάκι της, δεν χορατεύει· μόνον ερωτεύεται εις τα γερά· και αρρωστά· και πέφτει στο κρεββάτι· και γίνεται του θανατά· και κανείς ιατρός δεν ημπορεί να την ιατρεύση, καμία μάγισσα να την φέρει στα καλά της. ― Ως που φωνάζει επί τέλους τον πατέρα της η βασιλοπούλα και του το λέγει παστρικά παστρικά: «Πατεράκι μου, ή το ραφτόπουλο, που τραγουδά τόσον εύμορφα, ή θα πεθάνω!» (Γεώργιος Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον)
  2. ο παραγιός ενός ράφτη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]