ραχοκοκαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ραχοκοκαλιά | οι | ραχοκοκαλιές |
γενική | της | ραχοκοκαλιάς | των | ραχοκοκαλιών |
αιτιατική | τη | ραχοκοκαλιά | τις | ραχοκοκαλιές |
κλητική | ραχοκοκαλιά | ραχοκοκαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραχοκοκαλιά θηλυκό
- (ανατομία) η σπονδυλική στήλη
- ο κεντρικός άξονας στον οποίο στηρίζεται μία δομή
- κεντρικό ή ραχιαίο νεύρο σπαθιού ή μαχαιριού (δεν έχουν όλες οι λεπίδες νεύρο, -α)
- μία σύνθετη δημιουργία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)