ρεΐσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεΐσης | οι | ρεΐσηδες |
γενική | του | ρεΐση | των | ρεΐσηδων |
αιτιατική | τον | ρεΐση | τους | ρεΐσηδες |
κλητική | ρεΐση | ρεΐσηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεΐσης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός, ιστορία) ο κυβερνήτης πλοίου, ο πλοίαρχος (ιδιαίτερα στη γλώσσα των ναυμάχων του 1821)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεΐσης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)