ρεΐσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεΐσης οι ρεΐσηδες
      γενική του ρεΐση των ρεΐσηδων
    αιτιατική τον ρεΐση τους ρεΐσηδες
     κλητική ρεΐση ρεΐσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεΐσης < τουρκική reis (= αρχηγός, πρόεδρος) + -ης < αραβική رئيس (raʾīs)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεΐσης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]