ρεβανσίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεβανσίστρια < ρεβανσιστής + -τρια < γαλλική revanchiste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεβανσίστρια θηλυκό
- θηλυκό του ρεβανσιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεβανσίστρια
|