ρεβεγιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεβεγιόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική réveillon < réveil (ξύπνημα) + -on < re- + éveil < éveiller < μέση γαλλική esveiller < παλαιά γαλλικά esveiller / esveillier < δημώδης λατινική *exviglāre < *exvigilare < λατινική evigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος evigilo < ex + vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵ- (δυνατός, ξύπνιος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεβεγιόν ουδέτερο άκλιτο
- η γιορτή σε σπίτι ή σε κέντρο διασκέδασης, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που διαρκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)