ρεζέρβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεζέρβα | οι | ρεζέρβες |
γενική | της | ρεζέρβας | — | |
αιτιατική | τη | ρεζέρβα | τις | ρεζέρβες |
κλητική | ρεζέρβα | ρεζέρβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεζέρβα < (άμεσο δάνειο) ιταλική riserva
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρεζέρβα θηλυκό
- οτιδήποτε φυλάγεται ως εφεδρεία ή απόθεμα για ώρα ανάγκης, για να αντικαταστήσει κάτι που χάλασε ή τελείωσε
- άλλαξα τον σκληρό δίσκο του υπολογιστή, αλλά προς το παρόν θα τον κρατήσω στο συρτάρι για ρεζέρβα
- (στο αυτοκίνητο) ο πέμπτος τροχός που φυλάγεται στο πορτ μπαγκάζ ή σε ειδική θέση στο αυτοκίνητο, ώστε να χρησιμοποιηθεί αν σκάσει ένα λάστιχο
- σε πολλά μοντέλα αυτοκινήτων η ρεζέρβα έχει μικρότερη διάμετρο από τους κανονικούς τροχούς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)