ρεμάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμάλι τα ρεμάλια
      γενική του ρεμαλιού των ρεμαλιών
    αιτιατική το ρεμάλι τα ρεμάλια
     κλητική ρεμάλι ρεμάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρεμάλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική رمال (remmal, γεωμάντης) < αραβική رمل (raml, άμμος) (πληθυντικός: رمال: rimaal) + [1][2] ή < αλβανική rremall (ψεύτης, απατεώνας) + [3]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾeˈma.li/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρεμάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ρεμάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Γεωργία Κατσούδα, Αξιοποιώντας το σημασιολογικό κριτήριο στην ετυμολογική έρευνα: επανετυμολογήσεις του κοινού νεοελληνικού λεξιλογίου, Ακαδημία Αθηνών, ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ-ΙΛΝΕ, Λεξικογραφικόν Δελτίον, 27–28 (Αθήνα 2023), σελ. 93–110.