ρεπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπάρω < ρεπό ( < γαλλική repos ) + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

ρεπάρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]