ρεπεράζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπεράζ (νεολογισμός) < (λόγιο δάνειο) γαλλική repérage < repérer +‎ -age < repère / repaire < λατινική reperio < re- + pario

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεπεράζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]