ρεπερτόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεπερτόριο τα ρεπερτόρια
      γενική του ρεπερτόριου
ρεπερτορίου
των ρεπερτόριων
ρεπερτορίων
    αιτιατική το ρεπερτόριο τα ρεπερτόρια
     κλητική ρεπερτόριο ρεπερτόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπερτόριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική repertorio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεπερτόριο ουδέτερο

  1. το σύνολο των θεατρικών ή μουσικών έργων που ένας θίασος ή ένας καλλιτέχνης ή μια ορχήστρα έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
    το ρεπερτόριο της ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας για το προσεχές έτος
  2. το σύνολο των θεατρικών ή μουσικών έργων που ένας θίασος ή ένας καλλιτέχνης ή μια ορχήστρα έχει ήδη εκτελέσει ή μπορεί να ερμηνεύσει
    είναι ηθοποιός με πλούσιο ρεπερτόριο ρόλων
  3. η συνολική παραγωγή καλλιτεχνικών έργων, κυρίως θεατρικών και μουσικών, μιας χώρας ή μιας εποχής σύμφωνα με μια συγκεκριμένη τεχνοτροπία ή καλλιτεχνικό ρεύμα
    το ελληνικό ρεπερτόριο
  4. ο δειγματοχώρος των καλλιτεχνικών ειδών μέσα από τα οποία εκφράζεται ένας καλλιτέχνης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]