ρεπεσάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπεσάζ < γαλλική repêchage

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεπεσάζ ουδέτερο άκλιτο

  • (αθλητισμός) προκριματικός αγώνας που δίνει την ευκαιρία σε αποτυχόντες των προηγούμενων γύρων να προκριθούν στην επόμενη φάση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]