ρεπιασμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρεπιασμένος < ουσιαστικό ρέπιο, ρέπι (ερείπιο) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɾe.pçaˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐πια‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]ρεπιασμένος αρσενικό
- (ιδιωματικό) ερειπωμένος, χαλασμένος (σε χαλάσματα), μισογκρεμισμένος
- ※ Και πολύ υποπτεύομαι πως πάνω στο ρεπιασμένο εκείνο αρχοντικό και την αυλή με τ' αγριόχορτα έγινε η τεράστια αυτή πολυκατοικία
- ※ Aυτοί οι ληστές καθόντανε μέσα σ' ένα κάστρο ρεπιασμένο, κ' εκεί μέσα περάσανε τη νύχτα.
- Φώτης Κόντογλου, «Ο Θεός Kόνανος» snhell.gr, Πέδρο Καζᾶς, Βασάντα κι ἄλλες ἱστορίες, Αθήνα: Αστήρ-Παπαδημητρίου, 1967.
- ※ Εκεί, έξω από τη σανιδένια, τη ρεπιασμένη πόρτα, παραμονεύει ο Φράγκος
- σελ. 353 - ⌘ Άγγελος Τερζάκης, Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ. Ηρωικό μυθιστόρημα. [1937‑38], 1η έκδοση: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1945 (με γλωσσάριο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρεπιασμένος
|