ρεπλίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεπλίκα | οι | ρεπλίκες |
γενική | της | ρεπλίκας | — | |
αιτιατική | τη | ρεπλίκα | τις | ρεπλίκες |
κλητική | ρεπλίκα | ρεπλίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεπλίκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική réplique (ή ιταλικά replica)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρεπλίκα θηλυκό
- αντίγραφο ενός έργου τέχνης, ενίοτε δημιουργημένο από τον δημιουργό του πρωτοτύπου
- (κατ’ επέκταση) αντίγραφο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεπλίκα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)