ρετινάλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρετινάλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική retinal < retina < μεσαιωνική λατινική retina < λατινική rete (δίχτυ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρετινάλη θηλυκό
- (βιοχημεία) αλδεΰδη που προέρχεται από τη βιταμίνη Α που σχηματίζεται από τη ροδοψίνη με τη δράση του φωτός και σε συνδυασμό με τις πρωτεΐνες σχηματίζει τις οπτικές χρωστικές των ράβδων και των κώνων του αμφιβληστροειδούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρετινόλη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)